ἀκριτόφυρτος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀκρῐτόφυρτος) -ον<br />[[que está en varia mezcla]], [[mezclado de manera indistinguible]] γᾶς [[δόσις]] A.<i>Th</i>.360. | |dgtxt=(ἀκρῐτόφυρτος) -ον<br />[[que está en varia mezcla]], [[mezclado de manera indistinguible]] γᾶς [[δόσις]] A.<i>Th</i>.360. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκριτόφυρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να τον διακρίνει, να τον ξεχωρίσει [[κανείς]], [[επειδή]] εχει αναμιχθεί με άλλα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκριτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυρτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A undistinguishably mixed, A. Th.360.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόφυρτος: -ον, ὁ ἀδιακρίτως πεφυρμένος, ἀναμεμιγμένος, Αἰσχ. Θήβ. 360.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé confusément.
Étymologie: ἄκριτος, φύρω.
Spanish (DGE)
(ἀκρῐτόφυρτος) -ον
que está en varia mezcla, mezclado de manera indistinguible γᾶς δόσις A.Th.360.
Greek Monolingual
ἀκριτόφυρτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να τον διακρίνει, να τον ξεχωρίσει κανείς, επειδή εχει αναμιχθεί με άλλα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυρτος < φύρω.