ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(2) |
(No difference)
|
-ον (α)
ο ραντισμένος με αλάτι στην εξωτερική επιφάνεια του, ο λίγο αλατισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»].