ἀκυρολογία: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />gram. [[dicción incorrecta]] Hdn.Gr. en <i>An.Boiss</i>.3.262, Phlp.<i>Aet</i>.157.9, Charis.270, Isid.<i>Etym</i>.1.34.4, Diom.1.449.12, Sacerd.6.453.12, Seru.4.447.20.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />gram. [[dicción incorrecta]] Hdn.Gr. en <i>An.Boiss</i>.3.262, Phlp.<i>Aet</i>.157.9, Charis.270, Isid.<i>Etym</i>.1.34.4, Diom.1.449.12, Sacerd.6.453.12, Seru.4.447.20.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκυρολογία]])<br />λανθασμένη [[χρήση]] μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η [[ακυρολογία]] [[μαζί]] με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «<i>τὰς τρεῑς κακίας περὶ λόγον</i>»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκυρολογῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακυρολογικός]]].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκυρολογία Medium diacritics: ἀκυρολογία Low diacritics: ακυρολογία Capitals: ΑΚΥΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: akyrología Transliteration B: akyrologia Transliteration C: akyrologia Beta Code: a)kurologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A incorrect phraseology, D.H.Lys.4 (nisileg. ἀκαιρο-, q.v.). ἄκυρον, τό, = ἄλισμα, Ps.-Dsc.3.152.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκῡρολογία: ἡ, ἀκατάλληλος φράσις, καταχρηστική, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
gram. dicción incorrecta Hdn.Gr. en An.Boiss.3.262, Phlp.Aet.157.9, Charis.270, Isid.Etym.1.34.4, Diom.1.449.12, Sacerd.6.453.12, Seru.4.447.20.

Greek Monolingual

η (Α ἀκυρολογία)
λανθασμένη χρήση μιας λέξης ή φράσης. (Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η ακυρολογία μαζί με τον σολοικισμό και τον βαρβαρισμό αποτελούσε «τὰς τρεῑς κακίας περὶ λόγον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκυρολογῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρολογικός].