ακοντοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
(6_17)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ακοντοδόκος''': -ον, ὁ δεχόμενος [[ἀκόντιον]] (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ [[ἀκόντιον]], Σιμων. 106.
|lstext='''ακοντοδόκος''': -ον, ὁ δεχόμενος [[ἀκόντιον]] (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ [[ἀκόντιον]], Σιμων. 106.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκοντοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται το [[ακόντιο]], ο χτυπημένος από [[ακόντιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκων]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ακοντοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἀκόντιον (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ ἀκόντιον, Σιμων. 106.

Greek Monolingual

ἀκοντοδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται το ακόντιο, ο χτυπημένος από ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκων (Ι) + -δόκος < δέχομαι.