ἀλητός: Difference between revisions
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(big3_3) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[molido]], [[ἅλς]] Archig. en Orib.8.1.33.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀλητόν [[molienda]] Babr.29.1. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[molido]], [[ἅλς]] Archig. en Orib.8.1.33.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀλητόν [[molienda]] Babr.29.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλητός]], ο (Α)<br />η [[πράξη]] του αλέσματος, [[άλεση]], [[άλεσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. [[αντί]] [[ἀλετός]], ο «η [[πράξη]] του αλέσματος» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶ</i> «[[αλέθω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), ὁ, poet. for ἀλετός, εἰς ἀ. ἐπράθη was sold
A to grind in the mill, Babr.29.1.ἀλητόςἀλητός (B), ή, όν, Adj.
A ground, Archig. ap. Orib.8.1.33.
German (Pape)
[Seite 95] ὁ, Mühle, Batr. 29, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητός: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἀλετός, εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη ὅπως ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 molido, ἅλς Archig. en Orib.8.1.33.
2 subst. τὸ ἀλητόν molienda Babr.29.1.
Greek Monolingual
ἀλητός, ο (Α)
η πράξη του αλέσματος, άλεση, άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. αντί ἀλετός, ο «η πράξη του αλέσματος» (< ἀλῶ «αλέθω»)].