ἀλεκτρυών: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(Bailly1_1) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όνος (ὁ, ἡ)<br />coq, poule, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέκτωρ]]. | |btext=όνος (ὁ, ἡ)<br />coq, poule, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέκτωρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλεκτρυών]] (-όνος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[πετεινός]], [[κόκορας]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> όρνιθα, [[κότα]]<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα <i>Ἀλεκτρυών</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. της λ. [[ἀλέκτωρ]] που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] λ. όπως [[ἀλκυών]] , <i>Γηρυών</i> κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρύαινα]], [[ἀλεκτρυόνειος]], <i>ἀλεκτρυόνιο</i>, [[ἀλεκτρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτρυονίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρυονοπώλης]], <i>ἀλεκτρυονοπωλητήριον</i>. [[ἀλεκτρυονοτρόφος]], [[ἀλεκτρυοφώνιον]]<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) <i>ἀλεκτρυομαντεία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], όνος, ὁ,
A cock, Thgn.864, etc., cf. Arist.HA536a28, etc.; ἤδη ἀ. ᾀδόντων at cock-crow, Pl.Smp.223c. 2 ἀ. Νομάς or Νομαδικός guinea-fowl, Luc. Nav.23. II ἡ, hen, Ar.Nu.663, Fr.185, Pl.Com.19.20, Theopomp. Com.9, etc.
German (Pape)
[Seite 92] όνος, ὁ, Hahn, zuerst bei Theogn. 1096, vgl. Aristonic. Schol. Il. 17, 602; Plat. u. A.; auch ἡ, Henne, Ar. Nub. 662; comic. bei Athen. IX, 373 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρυών: [ᾰ], όνος, ὁ, ἀλέκτωρ, gallus gallinaceus, Θέογν. 864, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9. 14, κτλ.· ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων, καθ’ ἣν ὥραν..., Πλάτ. Συμπ. 223C. ΙΙ. ἡ, = ἀλεκτρύαινα, ἡ ὄρνις, Ἀριστοφ. Νεφ. 663, Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 3, κτλ.· πρβλ. ἀλέκτωρ, ἀλεκτορίς.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ, ἡ)
coq, poule, oiseau.
Étymologie: ἀλέκτωρ.
Greek Monolingual
ἀλεκτρυών (-όνος), ο, η (Α)
1. (το αρσ.) πετεινός, κόκορας
2. το θηλ. όρνιθα, κότα
3. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλεκτρυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. της λ. ἀλέκτωρ που σχηματίστηκε αναλογικά προς λ. όπως ἀλκυών , Γηρυών κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεκτρύαινα, ἀλεκτρυόνειος, ἀλεκτρυόνιο, ἀλεκτρυώδης
μσν.
ἀλεκτρυονίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλεκτρυονοπώλης, ἀλεκτρυονοπωλητήριον. ἀλεκτρυονοτρόφος, ἀλεκτρυοφώνιον
(μσν. νεοελλ.) ἀλεκτρυομαντεία].