ἀλιτόμηνος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(big3_3)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἠλιτόμηνος]].
|dgtxt=v. [[ἠλιτόμηνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλιτόμηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ἠλιτόμηνος]]<br /><b>2.</b> (στους Πυθαγορείους) η [[οκτάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλιτο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἤλιτον</i>, αόρ. β΄ του ρημ. [[ἀλιταίνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτόμηνος Medium diacritics: ἀλιτόμηνος Low diacritics: αλιτόμηνος Capitals: ΑΛΙΤΟΜΗΝΟΣ
Transliteration A: alitómēnos Transliteration B: alitomēnos Transliteration C: alitominos Beta Code: a)lito/mhnos

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A = ἠλιτόμηνος, Suid. etc.; Pythag., = ὀκτάς, Theol.Ar.55.

German (Pape)

[Seite 99] = ήλιτόμηνος, Theol. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτόμηνος: -ον, = τῷ Ὁμηρικῷ ἠλιτόμηνος, Σουΐδ., κτλ.

Spanish (DGE)

v. ἠλιτόμηνος.

Greek Monolingual

ἀλιτόμηνος, -ον (Α)
1. ο ἠλιτόμηνος
2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόρ. β΄ του ρημ. ἀλιταίνω) + -μηνος < μήν].