ἀμνησία: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[olvido]] κακῶν LXX <i>Si</i>.11.25.<br /><b class="num">2</b> [[amnistía]], <i>POxy</i>.1668.18 (III a.C.). | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[olvido]] κακῶν LXX <i>Si</i>.11.25.<br /><b class="num">2</b> [[amnistía]], <i>POxy</i>.1668.18 (III a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀμνησία]])<br />[[έλλειψη]] μνήμης, [[λησμοσύνη]], [[λήθη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχιατρ.)</b> [[μείωση]] ή [[απώλεια]] της μνήμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μέμνημαι</i> παρακμ. του <i>μιμνήσκομαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμνησιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμνησίθεος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = λήθη, forgetfulness, LXX Wi.14.26, Si.11.25. 2 decree of amnesty, POxy.1668.18 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνησία: ἡ, = λήθη, ἐπιλησμοσύνη, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιδ΄, 26, Σειρὰχ β΄, 25).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 olvido κακῶν LXX Si.11.25.
2 amnistía, POxy.1668.18 (III a.C.).
Greek Monolingual
η (Α ἀμνησία)
έλλειψη μνήμης, λησμοσύνη, λήθη
νεοελλ.
(ψυχιατρ.) μείωση ή απώλεια της μνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μέμνημαι παρακμ. του μιμνήσκομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμνησιακός.
ΣΥΝΘ. αμνησίθεος].