ἀμφίπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de dos popas]], [[de doble timón]], [[con maniobra hacia adelante y hacia atrás]] (πλοῖον) S.<i>Fr</i>.131, cf. <i>Didyma</i> 39.37, 41.45, Agath.3.21.6<br /><b class="num">•</b>fig. [[de doble sentido]] ἀμφιπρύμνω ... λόγω E.<i>Fr</i>.955dSn.
|dgtxt=-ον<br />[[de dos popas]], [[de doble timón]], [[con maniobra hacia adelante y hacia atrás]] (πλοῖον) S.<i>Fr</i>.131, cf. <i>Didyma</i> 39.37, 41.45, Agath.3.21.6<br /><b class="num">•</b>fig. [[de doble sentido]] ἀμφιπρύμνω ... λόγω E.<i>Fr</i>.955dSn.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίπρυμνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. στο πρόσθιο και στο οπίσθιο [[τμήμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[πηδάλιο]]) αυτός που έχει δύο [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρύμνη]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπρυμνος Medium diacritics: ἀμφίπρυμνος Low diacritics: αμφίπρυμνος Capitals: ΑΜΦΙΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: amphíprymnos Transliteration B: amphiprymnos Transliteration C: amfiprymnos Beta Code: a)mfi/prumnos

English (LSJ)

ον,

   A with two sterns, i.e. with rudder behind and before, ναῦς S.Fr.131, cf.Milet.7p.60, D.C.74.11, Agath.3.21: metaph., two-edged, λόγω E.ap.Phot.p.103 R.

German (Pape)

[Seite 142] ναῦς, ein Schiff, das an beiden Seiten Hintertheile, d. i. Steuer hat, Soph. frg. 135.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων δύο πρύμνας, ὅ ἐ. ἔχων πηδάλιον ὄπισθεν καὶ ἔμπροσθεν, ναῦς Σοφ. Ἀποσπ. 135: ὡσαύτως ἀμφίπρῳρος, ον, ὁ ἔχων δύο πρῴρας, Γαλην.: πρβλ. δίπρῳρος.

Spanish (DGE)

-ον
de dos popas, de doble timón, con maniobra hacia adelante y hacia atrás (πλοῖον) S.Fr.131, cf. Didyma 39.37, 41.45, Agath.3.21.6
fig. de doble sentido ἀμφιπρύμνω ... λόγω E.Fr.955dSn.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίπρυμνος, -ον)
αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. στο πρόσθιο και στο οπίσθιο τμήμα
μσν.
μτφ. (για πηδάλιο) αυτός που έχει δύο άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πρύμνη.