ἀμφίπρυμνος

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπρυμνος Medium diacritics: ἀμφίπρυμνος Low diacritics: αμφίπρυμνος Capitals: ΑΜΦΙΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: amphíprymnos Transliteration B: amphiprymnos Transliteration C: amfiprymnos Beta Code: a)mfi/prumnos

English (LSJ)

ἀμφίπρυμνον, with two sterns, i.e. with rudder behind and before, ναῦς S.Fr.131, cf.Milet.7p.60, D.C.74.11, Agath.3.21: metaph., two-edged, λόγω E.ap.Phot.p.103 R.

Spanish (DGE)

-ον
de dos popas, de doble timón, con maniobra hacia adelante y hacia atrás (πλοῖον) S.Fr.131, cf. Didyma 39.37, 41.45, Agath.3.21.6
fig. de doble sentido ἀμφιπρύμνω ... λόγω E.Fr.955dSn.

German (Pape)

[Seite 142] ναῦς, ein Schiff, das an beiden Seiten Hintertheile, d. i. Steuer hat, Soph. frg. 135.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίπρυμνος: с двухсторонней кормой, т. е. с рулевым управлением с каждой стороны (ναῦς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων δύο πρύμνας, ὅ ἐ. ἔχων πηδάλιον ὄπισθεν καὶ ἔμπροσθεν, ναῦς Σοφ. Ἀποσπ. 135: ὡσαύτως ἀμφίπρῳρος, ον, ὁ ἔχων δύο πρῴρας, Γαλην.: πρβλ. δίπρῳρος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίπρυμνος, -ον)
αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. στο πρόσθιο και στο οπίσθιο τμήμα
μσν.
μτφ. (για πηδάλιο) αυτός που έχει δύο άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πρύμνη.