ἀναβάσιον: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό bot. [[equiseto]], [[Equisetum]] sp., Dsc.4.46. | |dgtxt=-ου, τό bot. [[equiseto]], [[Equisetum]] sp., Dsc.4.46. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναβάσιον]], το (Μ) [[ἀνάβασις]]<br />σκαλιά που οδηγούν [[επάνω]] σε έναν [[τόπο]] (αντίθ. [[καταβάσιον]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = ἵππουρις, Dsc.4.46 (v.l. ἀνάβασις, and so Ps.-Dsc. l.c.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβάσιον: τό, = ἀνάβασις, «ἀνῆλθε διὰ τοῦ ἀναβασίου... εἰς τὰ κατηχούμενα τῆς ἐκκλησίας» Θεοφάν. ― φυτόν τι παρὰ Διοσκ. (νόθ.) 4. 46· ἄλλως ἵππουρις.
Spanish (DGE)
-ου, τό bot. equiseto, Equisetum sp., Dsc.4.46.
Greek Monolingual
ἀναβάσιον, το (Μ) ἀνάβασις
σκαλιά που οδηγούν επάνω σε έναν τόπο (αντίθ. καταβάσιον).