ἀναπαυτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once

Source
(c1)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] dasselbe, Xen. Mem. 4, 3, 3 νὺξ ἀναπαυτήριον κάλλιστον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] dasselbe, Xen. Mem. 4, 3, 3 νὺξ ἀναπαυτήριον κάλλιστον.
}}
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[ἀναπαυτήριος]] και [[ἀναπαυστήριος]] και ιων. ἀμπαυστήριος, -ον) [[ἀναπαύω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[ανάπαυση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αναπαυτήριο]](<i>ν</i>) α) [[τόπος]] για [[ανάπαυση]], [[ησυχαστήριο]]<br />β) [[σάλπισμα]] που παραγγέλλει [[σιγή]] και ύπνο, [[σιωπητήριο]] (στα αρχ. «[[παράγγελμα]] με [[σάλπισμα]] για [[διακοπή]], [[στάση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[αναπαυτήριο]] κλίμακος», [[σκαλοπάτι]] πλατύτερο από τα υπόλοιπα για σύντομη [[ανάπαυση]] αυτών που ανεβαίνουν, [[πλατύσκαλο]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 201] dasselbe, Xen. Mem. 4, 3, 3 νὺξ ἀναπαυτήριον κάλλιστον.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, -ον) ἀναπαύω
1. ο κατάλληλος για ανάπαυση
2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο
β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ. «παράγγελμα με σάλπισμα για διακοπή, στάση»)
νεοελλ.
«αναπαυτήριο κλίμακος», σκαλοπάτι πλατύτερο από τα υπόλοιπα για σύντομη ανάπαυση αυτών που ανεβαίνουν, πλατύσκαλο.