ἀνάπτυκτος: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, [[εξαπλώσιμος]], [[εκτατός]]. | |mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, [[εξαπλώσιμος]], [[εκτατός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνάπτυκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, να ανοιχθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A that may be opened, Arist.PA683b15.
German (Pape)
[Seite 204] entwickelt, erklärt; zu entwickeln, Arist. part. anim. 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπτυκτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός.
Greek Monolingual
ἀνάπτυκτος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, να ανοιχθεί.