ἀναφύρω: Difference between revisions
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῡ-]<br /><b class="num">1</b> [[embadurnar]], [[manchar]] αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.<i>Ba</i>.742.<br /><b class="num">2</b> [[mezclar]], [[confundir]] c. ac. y dat. τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις Them.<i>Or</i>.21.260c, cf. Chrys.M.58.743<br /><b class="num">•</b>en v. pas. πρὸ τοῦ δὲ ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.<i>Fr</i>.[152], Metrod.1. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῡ-]<br /><b class="num">1</b> [[embadurnar]], [[manchar]] αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.<i>Ba</i>.742.<br /><b class="num">2</b> [[mezclar]], [[confundir]] c. ac. y dat. τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις Them.<i>Or</i>.21.260c, cf. Chrys.M.58.743<br /><b class="num">•</b>en v. pas. πρὸ τοῦ δὲ ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.<i>Fr</i>.[152], Metrod.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀναφυρῶ (-άω) (AM) [[φυρώ]]<br />[[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]] καλά, [[ζυμώνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A mix up, confound, τινάς τισι Them.Or.21.260c:—Pass., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.Fr.250, Metrod.1. 2 defile, μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.Ba.742.
German (Pape)
[Seite 214] dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; πρός τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφύρω: [ῡ], ἀναμιγνύω, συγχέω, «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) μιαίνω, μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ αἷμα, ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. Act. et part. pf. Pass.
mélanger, confondre ; Pass. être confondu pêle-mêle ; μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος HDT tout couvert de traces de coups de fouet et de sang.
Étymologie: ἀνά, φύρω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
1 embadurnar, manchar αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.Ba.742.
2 mezclar, confundir c. ac. y dat. τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις Them.Or.21.260c, cf. Chrys.M.58.743
•en v. pas. πρὸ τοῦ δὲ ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.Fr.[152], Metrod.1.