ανανέωση: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(3)
(No difference)

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (Α ἀνανέωσις) ἀνανεοῡμαι
1. το να ξαναδίνει κανείς ισχύ σε κάτι, η εκ νέου υπόσταση
2. αναζωογόνηση, ξανάνιωμα
νεοελλ.
1. το να κάνει κανείς κάτι και πάλι καινούργιο, να το παρουσιάζει με βελτιωμένη μορφή, επιδιόρθωση, φρεσκάρισμα
2. αντικατάσταση πράγματος που πάλιωσε με καινούργιο, ανακαίνιση
3. αναδιοργάνωση, αναδιάρθρωση
4. (για συμβάσεις, γραμμάτια κ.λπ.) παράταση της διάρκειας ή προθεσμίας
αρχ.
ανάκληση στη μνήμη, ξαναζωντάνεμα.