ἀνέλιγμα: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />sólo plu. [[rizo]], [[bucle]] χαίτης <i>AP</i> 6.210 (Philet.), 7.485 (Diosc.). | |dgtxt=-ματος, τό<br />sólo plu. [[rizo]], [[bucle]] χαίτης <i>AP</i> 6.210 (Philet.), 7.485 (Diosc.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνέλιγμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που προέρχεται από [[ανέλιξη]], [[ξεδίπλωμα]]<br /><b>2.</b> (για μαλλιά) ο [[βόστρυχος]], η [[μπούκλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything rolled up, ἀ. χαίτης a ringlet, AP6.210 (Philet.), cf. 7.485 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 222] τό, das Geringel, Gekräusel, χαίτης Philet. 1; Diosc. 38 (VI, 210).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλιγμα: -ατος, τό, (ἀνελίσσω) πᾶν ὅ,τι ἀνελίσσεται, χαίτης ἀνελίγματα, βόστρυχοι, «σγουρὰ μαλλιά», «κατσαρὰ» Ἀνθ. Π. 6. 210., 7. 485.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enroulement, boucle.
Étymologie: ἀνελίσσω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
sólo plu. rizo, bucle χαίτης AP 6.210 (Philet.), 7.485 (Diosc.).
Greek Monolingual
ἀνέλιγμα, το (Α)
1. κάθε τι που προέρχεται από ανέλιξη, ξεδίπλωμα
2. (για μαλλιά) ο βόστρυχος, η μπούκλα.