ἀνάμεστος: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. ἀνάμεστη Eup.16<br />[[lleno de]] c. gen. χαρίτων <i>Lyr.Adesp</i>.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.<i>Nu</i>.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.<i>Gnom</i>.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.<i>Rh</i>.2.266, cf. <i>Piet</i>.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.<i>BI</i> 7.246, cf. Eun.<i>VS</i> 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.<i>in Hermog</i>.1.96.5. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. ἀνάμεστη Eup.16<br />[[lleno de]] c. gen. χαρίτων <i>Lyr.Adesp</i>.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.<i>Nu</i>.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.<i>Gnom</i>.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.<i>Rh</i>.2.266, cf. <i>Piet</i>.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.<i>BI</i> 7.246, cf. Eun.<i>VS</i> 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.<i>in Hermog</i>.1.96.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάμεστος]], -ον και -ος, -η, -ον)<br />[[πλήρης]], [[γεμάτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναμεστόω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναμεστώνω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον (fem.
A -τη Eup.16 codd.), filled full, τινός of a thing, Ar.Nu.984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.Piet.74, Man.4.82, Eun.VS p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.Gnom.1.
German (Pape)
[Seite 198] (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχθρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμεστος: η (;), ον, πλήρης, «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος Δημ. 779. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli de, gén..
Étymologie: ἀνά, μέστος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): fem. ἀνάμεστη Eup.16
lleno de c. gen. χαρίτων Lyr.Adesp.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.Nu.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.Gnom.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.Rh.2.266, cf. Piet.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.BI 7.246, cf. Eun.VS 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.in Hermog.1.96.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάμεστος, -ον και -ος, -η, -ον)
πλήρης, γεμάτος
νεοελλ.
(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μεστός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω
νεοελλ.
αναμεστώνω].