ἄνθρυσκον: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀνθρύσκος Hsch.α 4957; ἀνθρίσκιον Hsch.; ἀνθρίσκος Poll.6.106; [[ἔνθρυσκον]] Thphr.<i>HP</i> 7.7.1<br />bot. [[quijones]], [[peine de niño]], [[Scandix australis L.]], Sapph.96.14, Cratin.98.6, Pherecr.109, Thphr.l.c., Poll.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. derivado de la raíz de [[ἄνθος]].
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀνθρύσκος Hsch.α 4957; ἀνθρίσκιον Hsch.; ἀνθρίσκος Poll.6.106; [[ἔνθρυσκον]] Thphr.<i>HP</i> 7.7.1<br />bot. [[quijones]], [[peine de niño]], [[Scandix australis L.]], Sapph.96.14, Cratin.98.6, Pherecr.109, Thphr.l.c., Poll.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. derivado de la raíz de [[ἄνθος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄνθρυσκον]], το (Α)<br />[[είδος]] μαϊντανού με σγουρά φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα [[αθήρ]], [[ανθέριξ]] «το ακανθώδες [[μέρος]] του σταχιού». Υπάρχει και [[δεύτερος]] [[τύπος]] [[ένθρυσκον]], ο [[οποίος]] [[είναι]] [[μάλλον]] [[υστερογενής]]].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθρυσκον Medium diacritics: ἄνθρυσκον Low diacritics: άνθρυσκον Capitals: ΑΝΘΡΥΣΚΟΝ
Transliteration A: ánthryskon Transliteration B: anthryskon Transliteration C: anthryskon Beta Code: a)/nqruskon

English (LSJ)

τό,

   A chervil, Scandix australis, Sapph.Supp.25.13, Cratin.98.6, Pherecr.109 (ἔνθ-), Thphr.HP7.7.1 (ἔνθ-):—in Hsch. ἀνθρίσκιον, τό; in Poll.6.106 ἀνθρίσκος, .

German (Pape)

[Seite 234] τό, ein Doldengewächs, Ath. XV, 685 c aus Pherecr. u. Cratin., v. l. ἀνθρίσκιον, wie auch Theophr. geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθρυσκον: τό, φυτὸν φέρον ἄνθος σκιαδωτόν, anthriscus, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 11· γράφεται δὲ ἔνθρυσκον ἐν Φερεκρ. «Μεταλλεῦσιν» 2· πρβλ. Schneid, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7.: - ὁ Σουΐδ. γράφει τὴν λέξιν δι’ οι καὶ ἑρμηνεύει: «ἄνθροισκα, ἄγρια λάχανα παραπλήσια ἀνήθοις, οἷα καὶ τὰ μάραθρα».

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): tb. ἀνθρύσκος Hsch.α 4957; ἀνθρίσκιον Hsch.; ἀνθρίσκος Poll.6.106; ἔνθρυσκον Thphr.HP 7.7.1
bot. quijones, peine de niño, Scandix australis L., Sapph.96.14, Cratin.98.6, Pherecr.109, Thphr.l.c., Poll.l.c.

• Etimología: Prob. derivado de la raíz de ἄνθος.

Greek Monolingual

ἄνθρυσκον, το (Α)
είδος μαϊντανού με σγουρά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού». Υπάρχει και δεύτερος τύπος ένθρυσκον, ο οποίος είναι μάλλον υστερογενής].