ἀνταγώνισμα: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_5) |
(4) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντᾰγώνισμα''': -ατος, τό, ἀγὼν κατά τινος ἄλλου, Κλήμ. Ἀλ. 839: ― [[ὡσαύτως]] -ώνισις, εως, ἡ, Βυζ. | |lstext='''ἀντᾰγώνισμα''': -ατος, τό, ἀγὼν κατά τινος ἄλλου, Κλήμ. Ἀλ. 839: ― [[ὡσαύτως]] -ώνισις, εως, ἡ, Βυζ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[conflicto]] Clem.Al.<i>Strom</i>.7.3.20, Phot.p.92R. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνταγώνισμα]], το (Α)<br />[[αγώνας]] [[εναντίον]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:55, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 243] τό, Widerstand, Streit, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾰγώνισμα: -ατος, τό, ἀγὼν κατά τινος ἄλλου, Κλήμ. Ἀλ. 839: ― ὡσαύτως -ώνισις, εως, ἡ, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
conflicto Clem.Al.Strom.7.3.20, Phot.p.92R.
Greek Monolingual
ἀνταγώνισμα, το (Α)
αγώνας εναντίον κάποιου.