ἀνταγώνισμα

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

German (Pape)

[Seite 243] τό, Widerstand, Streit, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾰγώνισμα: -ατος, τό, ἀγὼν κατά τινος ἄλλου, Κλήμ. Ἀλ. 839: ― ὡσαύτως -ώνισις, εως, ἡ, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
conflicto Clem.Al.Strom.7.3.20, Phot.p.92R.

Greek Monolingual

ἀνταγώνισμα, το (Α)
αγώνας εναντίον κάποιου.