ἀνταγώνισμα
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
German (Pape)
[Seite 243] τό, Widerstand, Streit, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾰγώνισμα: -ατος, τό, ἀγὼν κατά τινος ἄλλου, Κλήμ. Ἀλ. 839: ― ὡσαύτως -ώνισις, εως, ἡ, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
conflicto Clem.Al.Strom.7.3.20, Phot.p.92R.
Greek Monolingual
ἀνταγώνισμα, το (Α)
αγώνας εναντίον κάποιου.