ἀντίδειπνος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(big3_5) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que ocupa el lugar de otro para comer]] ἐγὼ καὶ ἀ. καὶ διάδοχος ἐκεκλήμην Luc.<i>Gall</i>.9. | |dgtxt=-ον<br />[[que ocupa el lugar de otro para comer]] ἐγὼ καὶ ἀ. καὶ διάδοχος ἐκεκλήμην Luc.<i>Gall</i>.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντίδειπνος]] -ον, (Α)<br />αυτός που παίρνει τη [[θέση]] άλλου [[κατά]] το [[δείπνο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A taking anothers place at dinner, Luc.Gall.9.
German (Pape)
[Seite 251] eines Andern Stelle beim Mahle vertretend, Luc. Gall. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδειπνος: -ον, ὁ λαμβάνων τὴν θέσιν ἄλλου κατὰ τὸ δεῖπνον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui soupe à la place d’un autre.
Étymologie: ἀντί, δεῖπνον.
Spanish (DGE)
-ον
que ocupa el lugar de otro para comer ἐγὼ καὶ ἀ. καὶ διάδοχος ἐκεκλήμην Luc.Gall.9.
Greek Monolingual
ἀντίδειπνος -ον, (Α)
αυτός που παίρνει τη θέση άλλου κατά το δείπνο.