ἀνυποδησία: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(big3_5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[hecho de ir descalzo]] χειμώνων ... ἀνυποδησίαι falta de calzado en el invierno</i> Pl.<i>Lg</i>.633c, cf. X.<i>Lac</i>.2.3, M.Ant.5.8, Plu.2.634a, Philostr.<i>Im</i>.1.16. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[hecho de ir descalzo]] χειμώνων ... ἀνυποδησίαι falta de calzado en el invierno</i> Pl.<i>Lg</i>.633c, cf. X.<i>Lac</i>.2.3, M.Ant.5.8, Plu.2.634a, Philostr.<i>Im</i>.1.16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κ. -δεσία (Α [[ἀνυποδησία]] κ. -δεσία)<br />το να μη φοράει [[κάποιος]] υποδήματα, [[ξυπολυσιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A a going barefoot, Pl.Lg.633c, X.Lac.2.3.
German (Pape)
[Seite 266] (unatt. ἀνυποδεσία), ἡ, Schuhlosigkeit, Barfußgehen, Plat. Legg. I, 633 c Xen. Lac. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυποδησία: ἡ, τὸ μὴ ἔχειν εἰς τοὺς πόδας ὑποδήματα, τὸ εἶναί τινα ἀνυπόδητον, Πλάτ. Νόμ. 633C, Ξεν. Λακ. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d’aller pieds nus.
Étymologie: ἀνυπόδητος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
hecho de ir descalzo χειμώνων ... ἀνυποδησίαι falta de calzado en el invierno Pl.Lg.633c, cf. X.Lac.2.3, M.Ant.5.8, Plu.2.634a, Philostr.Im.1.16.
Greek Monolingual
κ. -δεσία (Α ἀνυποδησία κ. -δεσία)
το να μη φοράει κάποιος υποδήματα, ξυπολυσιά.