ἀπαραποίητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(6_18)
(5)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαραποίητος''': -ον, ὁ μὴ παραπεποιημένος, [[ἀνόθευτος]], [[γνήσιος]], Κύριλλ. Ἀλ. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.
|lstext='''ἀπαραποίητος''': -ον, ὁ μὴ παραπεποιημένος, [[ἀνόθευτος]], [[γνήσιος]], Κύριλλ. Ἀλ. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no modificado]], [[idéntico]] ἀ. τῶν πατέρων διεφύλαξαν τὴν παράδοσιν Basil.M.32.93C, cf. de las pers. de la Trinidad, φύσεως ἀπαραποιήτου καρπός Cyr.Al.M.73.112B.<br /><b class="num">2</b> [[no artificioso]], [[no compuesto]] κάλλος Cyr.Al.M.69.56A.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[sin modificación]] τὸ εἶναι Θεὸς ἀ. ἔχων Cyr.Al.M.76.1340C.<br /><b class="num">2</b> [[no artificiosamente]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαραποίητος]], -ον) [[παραποιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να παραποιηθεί<br /><b>2.</b> ο [[γνήσιος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:56, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 279] nicht nachgemacht, nicht verfälscht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραποίητος: -ον, ὁ μὴ παραπεποιημένος, ἀνόθευτος, γνήσιος, Κύριλλ. Ἀλ. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no modificado, idéntico ἀ. τῶν πατέρων διεφύλαξαν τὴν παράδοσιν Basil.M.32.93C, cf. de las pers. de la Trinidad, φύσεως ἀπαραποιήτου καρπός Cyr.Al.M.73.112B.
2 no artificioso, no compuesto κάλλος Cyr.Al.M.69.56A.
II adv. -ως
1 sin modificación τὸ εἶναι Θεὸς ἀ. ἔχων Cyr.Al.M.76.1340C.
2 no artificiosamente Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαραποίητος, -ον) παραποιώ
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να παραποιηθεί
2. ο γνήσιος.