ἄπεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(big3_5) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no esquilado]]de ovejas μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.55, cf. Philoch.169, ἄπεκτον· τοῦ τέκοντος ἐγένετο Hsch. | |dgtxt=-ον<br />[[no esquilado]]de ovejas μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.55, cf. Philoch.169, ἄπεκτον· τοῦ τέκοντος ἐγένετο Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄπεκτος]] κ. [[ἀπέκτητος]], -ον (AM) [[πεκτέω]]<br /><b>1.</b> ο αχτένιστος<br /><b>2.</b> (για πρόβατα) ο [[ακούρευτος]], ο πολύ [[μικρός]], αυτός που δεν έχει κλείσει χρόνο (ώστε να τον κουρέψουν). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, lit.
A uncombed: hence, unshorn, of sheep less than a year old, μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.41, cf. Philoch.64.
German (Pape)
[Seite 285] dasselbe, πρόβατον Ath. IX, 375 b.
Spanish (DGE)
-ον
no esquiladode ovejas μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.55, cf. Philoch.169, ἄπεκτον· τοῦ τέκοντος ἐγένετο Hsch.
Greek Monolingual
ἄπεκτος κ. ἀπέκτητος, -ον (AM) πεκτέω
1. ο αχτένιστος
2. (για πρόβατα) ο ακούρευτος, ο πολύ μικρός, αυτός που δεν έχει κλείσει χρόνο (ώστε να τον κουρέψουν).