ἄπεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(big3_5)
(5)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no esquilado]]de ovejas μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.55, cf. Philoch.169, ἄπεκτον· τοῦ τέκοντος ἐγένετο Hsch.
|dgtxt=-ον<br />[[no esquilado]]de ovejas μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.55, cf. Philoch.169, ἄπεκτον· τοῦ τέκοντος ἐγένετο Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄπεκτος]] κ. [[ἀπέκτητος]], -ον (AM) [[πεκτέω]]<br /><b>1.</b> ο αχτένιστος<br /><b>2.</b> (για πρόβατα) ο [[ακούρευτος]], ο πολύ [[μικρός]], αυτός που δεν έχει κλείσει χρόνο (ώστε να τον κουρέψουν).
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπεκτος Medium diacritics: ἄπεκτος Low diacritics: άπεκτος Capitals: ΑΠΕΚΤΟΣ
Transliteration A: ápektos Transliteration B: apektos Transliteration C: apektos Beta Code: a)/pektos

English (LSJ)

ον, lit.

   A uncombed: hence, unshorn, of sheep less than a year old, μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.41, cf. Philoch.64.

German (Pape)

[Seite 285] dasselbe, πρόβατον Ath. IX, 375 b.

Spanish (DGE)

-ον
no esquiladode ovejas μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.55, cf. Philoch.169, ἄπεκτον· τοῦ τέκοντος ἐγένετο Hsch.

Greek Monolingual

ἄπεκτος κ. ἀπέκτητος, -ον (AM) πεκτέω
1. ο αχτένιστος
2. (για πρόβατα) ο ακούρευτος, ο πολύ μικρός, αυτός που δεν έχει κλείσει χρόνο (ώστε να τον κουρέψουν).