ἀπόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede participar aún en las carreras]] por ser demasiado joven, S.<i>Fr</i>.1146, cf. ἐν Κρήτῃ, ἀποδρόμους (<i>sc</i>. καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18<br /><b class="num">•</b>[[menor de edad]], <i>ICr</i>.4.72.7.35 (V a.C.).
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede participar aún en las carreras]] por ser demasiado joven, S.<i>Fr</i>.1146, cf. ἐν Κρήτῃ, ἀποδρόμους (<i>sc</i>. καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18<br /><b class="num">•</b>[[menor de edad]], <i>ICr</i>.4.72.7.35 (V a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀπόδρομος]])<br /><b>1.</b> η μικρή [[απόσταση]] που καλύπτει ο [[αθλητής]] [[προς]] τα [[πίσω]] για να πάρει [[φόρα]]<br /><b>2.</b> [[παράμερος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου.
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόδρομος Medium diacritics: ἀπόδρομος Low diacritics: απόδρομος Capitals: ΑΠΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: apódromos Transliteration B: apodromos Transliteration C: apodromos Beta Code: a)po/dromos

English (LSJ)

ον, (δραμεῖν)

   A apart from the race, whether as too old or too young (as in Crete, Leg.Gort.7.35) to share it, Eust.727.18, 1592.55 sqq.; or left behind by others, Hsch., cf. S.Fr.73.

German (Pape)

[Seite 302] 1) zurücklaufend. – 2) nicht mehr laufend, Soph. frg. 75; Hesych. πεπαυμένος δρόμων. Bei den Cretern = der noch nicht im Wettlauf gelaufen hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόδρομος: -ον, (δραμεῖν) ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, εἴτε ἐκ γήρατος, εἴτε ἕνεκα μικρᾶς ἡλικίας, «τάχα γοῦν ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν δρόμων» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ μήπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75).

Spanish (DGE)

-ον
que no puede participar aún en las carreras por ser demasiado joven, S.Fr.1146, cf. ἐν Κρήτῃ, ἀποδρόμους (sc. καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18
menor de edad, ICr.4.72.7.35 (V a.C.).

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόδρομος)
1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα
2. παράμερος δρόμος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου.