ἀπωστικός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[expulsor]], [[expelente]] ([[δύναμις]]) de los vomitivos, Gal.2.177. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[expulsor]], [[expelente]] ([[δύναμις]]) de los vomitivos, Gal.2.177. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀπωστικός]], -ή, -όν) [[απώστης]]<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[απώθηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A rejecting, δύναμις Gal.Nat.Fac.3.8.
German (Pape)
[Seite 342] fortdrängend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπωστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἄπωσιν ἢ ἀπέλασιν κατάλληλος, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
expulsor, expelente (δύναμις) de los vomitivos, Gal.2.177.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀπωστικός, -ή, -όν) απώστης
ο ικανός ή κατάλληλος για απώθηση.