ἀριστολόχεια: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6_9) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀριστολόχεια''': ἢ ἀριστολοχία, ἡ, [[βοτάνη]] διευκολύνουσα ἤ προκαλούσα τὸν τοκετόν, «ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἄριστα βοηθεῖν λοχείαις» (Διοσκ. 34)· «ἀμπελοκλαδόρριζα ἤ πικρόρριζα» νῦν κατὰ Sibth., Λατ. aristolochia, Νικ. Θ. 509, 937, Εὐστ. 887· ἀριστολοχία ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 20, 4: ― ἀριστολόχιον, τὸ Ἱππ. 572. 45. | |lstext='''ἀριστολόχεια''': ἢ ἀριστολοχία, ἡ, [[βοτάνη]] διευκολύνουσα ἤ προκαλούσα τὸν τοκετόν, «ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἄριστα βοηθεῖν λοχείαις» (Διοσκ. 34)· «ἀμπελοκλαδόρριζα ἤ πικρόρριζα» νῦν κατὰ Sibth., Λατ. aristolochia, Νικ. Θ. 509, 937, Εὐστ. 887· ἀριστολοχία ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 20, 4: ― ἀριστολόχιον, τὸ Ἱππ. 572. 45. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀριστολόχεια]] και -χία)<br />[[βοτάνι]] που διευκολύνει τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> [[λοχεία]] («[[τοκετός]]») <span style="color: red;"><</span> [[λοχεύω]] «[[τίκτω]], [[γεννώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
(
A -λοχία Thphr.HP9.20.4), ἡ, herb promoting child-birth, birthwort, Aristolochia, Nic.Th.509,937; ἀ. στρογγύλη, = A. rotunda, ἀ. μακρά, = A. longa, ἀ. κληματῖτις, = A. Clematitis, Dsc.3.4; ἀ. Κρητική, = A. cretica, Plin.HN25.95:—also ἀριστο-λόχιον, τό, Hp.Nat.Mul.32 (s.v.l.):
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστολόχεια: ἢ ἀριστολοχία, ἡ, βοτάνη διευκολύνουσα ἤ προκαλούσα τὸν τοκετόν, «ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἄριστα βοηθεῖν λοχείαις» (Διοσκ. 34)· «ἀμπελοκλαδόρριζα ἤ πικρόρριζα» νῦν κατὰ Sibth., Λατ. aristolochia, Νικ. Θ. 509, 937, Εὐστ. 887· ἀριστολοχία ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 20, 4: ― ἀριστολόχιον, τὸ Ἱππ. 572. 45.
Greek Monolingual
η (Α ἀριστολόχεια και -χία)
βοτάνι που διευκολύνει τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχεία («τοκετός») < λοχεύω «τίκτω, γεννώ»].