ἀροτός: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[arable]] γῆ <i>PLugd.Bat</i>.17.17.14, cf. Theognost.<i>Can</i>.95.14.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[arable]] γῆ <i>PLugd.Bat</i>.17.17.14, cf. Theognost.<i>Can</i>.95.14.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄροτος]], ο (Α) [[αρώ]]<br /><b>1.</b> ο [[καλλιεργήσιμος]] [[αγρός]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του αγρού, η [[σοδειά]], η [[συγκομιδή]]<br /><b>3.</b> το όργωμα, η [[καλλιέργεια]]<br /><b>4.</b> η [[εποχή]] για [[καλλιέργεια]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> η [[γέννηση]] παιδιών.
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτός Medium diacritics: ἀροτός Low diacritics: αροτός Capitals: ΑΡΟΤΟΣ
Transliteration A: arotós Transliteration B: arotos Transliteration C: arotos Beta Code: a)roto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A arable, Theognost.Can.95.    II ἀροτόν· τὸν ὁλκὸν τοῦ Ἕκτορος ἢ τὸ ἀντίσταθμον A.Fr.270 (ap. Hsch.).

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, 1) die Zeit des Ackerns, Hes. – 2) das Jahr, Soph. Tr. 69. 822. S. das vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτός: -ή, -όν, δύναταί τις νὰ ἀρόσῃ, ὀργώσῃ, καὶ ὁ ἀρηρομένος, Θεογνώστου Καν. 95.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
arable γῆ PLugd.Bat.17.17.14, cf. Theognost.Can.95.14.

Greek Monolingual

ἄροτος, ο (Α) αρώ
1. ο καλλιεργήσιμος αγρός
2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή
3. το όργωμα, η καλλιέργεια
4. η εποχή για καλλιέργεια
5. μτφ. η γέννηση παιδιών.