ἄσκυλτος: Difference between revisions
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no sometido a tirones]], [[no desgarrado]] ὁ κρεμαστὴρ ὅ τε δίδυμος ... ἄσκυλτοι τύχοιεν εἶναι Heliod. en Orib.50.47.5, εἴ ποτε τραῦμα ἐν ποδὶ σχοίη, μετεωρίζει τοῦτον καὶ ὡς οἷόν τε ἄσκυλτον τηρεῖ S.E.<i>P</i>.1.71, χωρὶς τῆς ... ἐκ τῶν ἥλων ἀσφαλείας ἄσκυλτον ἐπιμεῖναι <i>Mart.Pol</i>.13.3<br /><b class="num">•</b>[[no estorbado]], [[no expuesto a ninguna molestia]] del enfermo en cama ἄ. μενέτω Philum. en Aet.9.23, ἄ. οὗτος ὁ τρόπος καὶ ἀφοβώτερος Sor.53.7, τὸ ἄσκυλτον τῆς καθέσεως Sor.138.6<br /><b class="num">•</b>[[sin pelar]] ἄσκυλτον ... τὴν κεφαλήν <i>Const.App</i>.1.3.8<br /><b class="num">•</b>[[intacto]], [[indemne]] οὐρανοδρόμον ... [[ἅρμα]] ... ἄσκυλτον Tim.Ant.<i>Sym</i>.M.86.240A, ἱερόν <i>IG</i> 12(9).15, τὸ μνημεῖον <i>INikaia</i> 556.8 (IV/V d.C.).<br /><b class="num">2</b> en cláusulas contractuales [[libre de cualquier perjuicio]] κἀμὲ ἄσκυλτον ποιήσῃς <i>POxy</i>.532.14 (II d.C.), ἀπαρενόχλητον καὶ ... ἄσκυλτον παρέξειν τὸν Φιλοσαρᾶπιν <i>POxy</i>.2769.23 (III d.C.), cf. <i>PHarris</i> 64.20 (III/IV d.C.), <i>POxy</i>.2859.18 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[íntegramente]], [[de forma que no se rompa]] de cálculos κομιζόμενθι τὸν λίθον ἀσκύλτως Gal.14.785<br /><b class="num">•</b>[[sin daño]], [[de manera incólume]] ἀ. διαμένεις Nil.M.79.577A, cf. 865D<br /><b class="num">•</b>[[de forma que no dé tirones]] del uso del peine τὴν κεφαλὴν ἀ. διαπονῆσαι Herod.Med. en Orib.10.17.1. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no sometido a tirones]], [[no desgarrado]] ὁ κρεμαστὴρ ὅ τε δίδυμος ... ἄσκυλτοι τύχοιεν εἶναι Heliod. en Orib.50.47.5, εἴ ποτε τραῦμα ἐν ποδὶ σχοίη, μετεωρίζει τοῦτον καὶ ὡς οἷόν τε ἄσκυλτον τηρεῖ S.E.<i>P</i>.1.71, χωρὶς τῆς ... ἐκ τῶν ἥλων ἀσφαλείας ἄσκυλτον ἐπιμεῖναι <i>Mart.Pol</i>.13.3<br /><b class="num">•</b>[[no estorbado]], [[no expuesto a ninguna molestia]] del enfermo en cama ἄ. μενέτω Philum. en Aet.9.23, ἄ. οὗτος ὁ τρόπος καὶ ἀφοβώτερος Sor.53.7, τὸ ἄσκυλτον τῆς καθέσεως Sor.138.6<br /><b class="num">•</b>[[sin pelar]] ἄσκυλτον ... τὴν κεφαλήν <i>Const.App</i>.1.3.8<br /><b class="num">•</b>[[intacto]], [[indemne]] οὐρανοδρόμον ... [[ἅρμα]] ... ἄσκυλτον Tim.Ant.<i>Sym</i>.M.86.240A, ἱερόν <i>IG</i> 12(9).15, τὸ μνημεῖον <i>INikaia</i> 556.8 (IV/V d.C.).<br /><b class="num">2</b> en cláusulas contractuales [[libre de cualquier perjuicio]] κἀμὲ ἄσκυλτον ποιήσῃς <i>POxy</i>.532.14 (II d.C.), ἀπαρενόχλητον καὶ ... ἄσκυλτον παρέξειν τὸν Φιλοσαρᾶπιν <i>POxy</i>.2769.23 (III d.C.), cf. <i>PHarris</i> 64.20 (III/IV d.C.), <i>POxy</i>.2859.18 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[íntegramente]], [[de forma que no se rompa]] de cálculos κομιζόμενθι τὸν λίθον ἀσκύλτως Gal.14.785<br /><b class="num">•</b>[[sin daño]], [[de manera incólume]] ἀ. διαμένεις Nil.M.79.577A, cf. 865D<br /><b class="num">•</b>[[de forma que no dé tirones]] del uso del peine τὴν κεφαλὴν ἀ. διαπονῆσαι Herod.Med. en Orib.10.17.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄσκυλτος]], -ον (AM)<br />ο [[ανενόχλητος]], ο [[ασάλευτος]]<br /><b>1.</b> ο [[ακλόνητος]], ο [[άφοβος]]<br /><b>2.</b> (για το [[κεφάλι]]) ο [[ακατάστατος]], ο [[απεριποίητος]], [[δηλαδή]] με [[μακριά]] μαλλιά<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀσκύλτως</i><br />[[χωρίς]] τραυματισμό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν τραυματίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκύλλω]] «[[ενοχλώ]], [[ταράσσω]], [[ξεσχίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not pulled about, Heliod. ap. Orib.50.47.5, Philum. ap.Aët.9.23; undisturbed, S.E.P.1.71, POxy.532.14 (ii A.D.); ἱερὸν ἄ. IG12(9).15 (Carystus). Adv. -τως without being mangled or hurt, Eust.1252.55. II Act., without causing laceration, Herod.Med. ap.Orib.10.7.1: Comp. -ότερον Sor.1.3.
German (Pape)
[Seite 372] nicht zerrissen, nicht gequält, Sp.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no sometido a tirones, no desgarrado ὁ κρεμαστὴρ ὅ τε δίδυμος ... ἄσκυλτοι τύχοιεν εἶναι Heliod. en Orib.50.47.5, εἴ ποτε τραῦμα ἐν ποδὶ σχοίη, μετεωρίζει τοῦτον καὶ ὡς οἷόν τε ἄσκυλτον τηρεῖ S.E.P.1.71, χωρὶς τῆς ... ἐκ τῶν ἥλων ἀσφαλείας ἄσκυλτον ἐπιμεῖναι Mart.Pol.13.3
•no estorbado, no expuesto a ninguna molestia del enfermo en cama ἄ. μενέτω Philum. en Aet.9.23, ἄ. οὗτος ὁ τρόπος καὶ ἀφοβώτερος Sor.53.7, τὸ ἄσκυλτον τῆς καθέσεως Sor.138.6
•sin pelar ἄσκυλτον ... τὴν κεφαλήν Const.App.1.3.8
•intacto, indemne οὐρανοδρόμον ... ἅρμα ... ἄσκυλτον Tim.Ant.Sym.M.86.240A, ἱερόν IG 12(9).15, τὸ μνημεῖον INikaia 556.8 (IV/V d.C.).
2 en cláusulas contractuales libre de cualquier perjuicio κἀμὲ ἄσκυλτον ποιήσῃς POxy.532.14 (II d.C.), ἀπαρενόχλητον καὶ ... ἄσκυλτον παρέξειν τὸν Φιλοσαρᾶπιν POxy.2769.23 (III d.C.), cf. PHarris 64.20 (III/IV d.C.), POxy.2859.18 (IV d.C.).
II adv. -ως íntegramente, de forma que no se rompa de cálculos κομιζόμενθι τὸν λίθον ἀσκύλτως Gal.14.785
•sin daño, de manera incólume ἀ. διαμένεις Nil.M.79.577A, cf. 865D
•de forma que no dé tirones del uso del peine τὴν κεφαλὴν ἀ. διαπονῆσαι Herod.Med. en Orib.10.17.1.
Greek Monolingual
ἄσκυλτος, -ον (AM)
ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος
1. ο ακλόνητος, ο άφοβος
2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά
3. επίρρ. ἀσκύλτως
χωρίς τραυματισμό
αρχ.
αυτός που δεν τραυματίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκύλλω «ενοχλώ, ταράσσω, ξεσχίζω»].