ἄστεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[no coronado]] τίς γὰρ ἄ. θεῶν; E.<i>Heracl</i>.440. | |dgtxt=-ον [[no coronado]] τίς γὰρ ἄ. θεῶν; E.<i>Heracl</i>.440. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄστεπτος]], -ον (Α) [[στέφω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει στεφθεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] στον οποίο δεν έχει προσφερθεί [[στεφάνι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (στέφω)
A uncrowned, τίς ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
German (Pape)
[Seite 375] nicht bekränzt, ungeehrt, Eur. Heracl. 441 τίς ἄστεπτος θεῶν;
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non paré de couronnes ou de guirlandes ; non honoré.
Étymologie: ἀ, στέφω.
Spanish (DGE)
-ον no coronado τίς γὰρ ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
Greek Monolingual
ἄστεπτος, -ον (Α) στέφω
1. αυτός που δεν έχει στεφθεί
2. εκείνος στον οποίο δεν έχει προσφερθεί στεφάνι.