ἀσκητήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(big3_7)
(6)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />crist. [[lugar de ejercicio]], [[convento]], [[monasterio]] Gr.Naz.M.36.577B, Pall.<i>H.Laus</i>.14.3, Socr.Sch.<i>HE</i> 4.23.2, <i>Cod.Iust</i>.1.3.53.3.
|dgtxt=-ου, τό<br />crist. [[lugar de ejercicio]], [[convento]], [[monasterio]] Gr.Naz.M.36.577B, Pall.<i>H.Laus</i>.14.3, Socr.Sch.<i>HE</i> 4.23.2, <i>Cod.Iust</i>.1.3.53.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσκητήριον]], το (AM) [[ασκητής]]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] θρησκευτικής άσκησης, η [[καλύβα]] του ερημίτη<br /><b>2.</b> το [[μοναστήρι]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 371] τό, Uebungsplatz, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητήριον: τὸ, παρ’ Ἐκκλ. κυρίωςκαλύβη τοῦ ἀσκητοῦ, Ἀθαν. ΙΙ. 845Β, Βασίλ. ΙΙΙ. 877C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 577Β, Παλλαδ. Λαυσ. 1057C: μοναστήριον, Σωκράτ. 104Β κλ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
crist. lugar de ejercicio, convento, monasterio Gr.Naz.M.36.577B, Pall.H.Laus.14.3, Socr.Sch.HE 4.23.2, Cod.Iust.1.3.53.3.

Greek Monolingual

ἀσκητήριον, το (AM) ασκητής
1. τόπος θρησκευτικής άσκησης, η καλύβα του ερημίτη
2. το μοναστήρι.