ἀσυνδύαστος: Difference between revisions
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.<i>Opusc</i>.M.65.1101D<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indivisible]] τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίαν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.9.21, μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς [[ἄλλην]] ἀρχήν Procl.<i>Theol.Plat</i>.3.15, cf. Mac.Aeg.<i>Hom</i>.4.1, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[sin compañero]] ἡ τρυγών Basil.<i>Hex</i>.8.6, cf. Sud.<br /><b class="num">3</b> [[virginal]] κυοφορία Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.23.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin cópula]], [[sin unión]] οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσιν <i>Rh</i>.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.<i>Op</i>.258.90. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.<i>Opusc</i>.M.65.1101D<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indivisible]] τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίαν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.9.21, μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς [[ἄλλην]] ἀρχήν Procl.<i>Theol.Plat</i>.3.15, cf. Mac.Aeg.<i>Hom</i>.4.1, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[sin compañero]] ἡ τρυγών Basil.<i>Hex</i>.8.6, cf. Sud.<br /><b class="num">3</b> [[virginal]] κυοφορία Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.23.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin cópula]], [[sin unión]] οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσιν <i>Rh</i>.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.<i>Op</i>.258.90. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνδύαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασύζευκτος]], [[αζευγάρωτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A = ἀσύμπλοκος, Hsch.; = ἀσύζευκτος, Suid.
German (Pape)
[Seite 380] ungepaart, unverbunden, Schol. Plat. 460.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνδύαστος: -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ ὄρνεον μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ ἐφεξῆς ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, ἄνευ συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.Opusc.M.65.1101D
I 1indivisible τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίαν Gr.Nyss.Eun.3.9.21, μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς ἄλλην ἀρχήν Procl.Theol.Plat.3.15, cf. Mac.Aeg.Hom.4.1, Hsch.
2 sin compañero ἡ τρυγών Basil.Hex.8.6, cf. Sud.
3 virginal κυοφορία Gr.Nyss.Or.Catech.23.
II adv. -ως sin cópula, sin unión οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσιν Rh.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.Op.258.90.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυνδύαστος, -ον)
αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον
αρχ.
ασύζευκτος, αζευγάρωτος.