ἀσυντέλεστος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[incompleto]] ἡ κατὰ τὸν ... πύργον σχοινιαία <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.32B.58 (Olbia III a.C.), [[διῶρυξ]] D.S.1.33, [[ἆθλον]] D.S.4.12, νομοθεσία D.S.12.26, αἱ τοῦ Διὸς κινήσεις καὶ σχέσεις Plu.2.1056d, (τροχὸν) ἀσυντέλεστον καταλελοιπέναι <i>POxy</i>.707.30 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[no realizado]] τὰ δεδογμένα τῷ κοινῷ <i>SEG</i> 3.674A.23 (Rodas II a.C.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[incompleto]] ἡ κατὰ τὸν ... πύργον σχοινιαία <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.32B.58 (Olbia III a.C.), [[διῶρυξ]] D.S.1.33, [[ἆθλον]] D.S.4.12, νομοθεσία D.S.12.26, αἱ τοῦ Διὸς κινήσεις καὶ σχέσεις Plu.2.1056d, (τροχὸν) ἀσυντέλεστον καταλελοιπέναι <i>POxy</i>.707.30 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[no realizado]] τὰ δεδογμένα τῷ κοινῷ <i>SEG</i> 3.674A.23 (Rodas II a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσυντέλεστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο [[ασυμπλήρωτος]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυντέλεστος Medium diacritics: ἀσυντέλεστος Low diacritics: ασυντέλεστος Capitals: ΑΣΥΝΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: asyntélestos Transliteration B: asyntelestos Transliteration C: asyntelestos Beta Code: a)sunte/lestos

English (LSJ)

ον,

   A incomplete, IPE12.32B57 (Olbia, iii B.C.), D.S.4.12, Plu.2.1056d, POxy.707.30 (iii A. D.); not executed, Annuario 4/5.225 (Rhodes, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 381] unvollendet, unvollkommen, Plut. Stoic. repugn. 47 g. E.; D. Sic. 4, 12. 12, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυντέλεστος: -ον, ὁ μὴ συντελεσμένος, ὁ μὴ ἀποπερατωθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 57, Διόδ. 4, 12, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incomplet, inachevé.
Étymologie: ἀ, συντελέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 incompleto ἡ κατὰ τὸν ... πύργον σχοινιαία IPE 12.32B.58 (Olbia III a.C.), διῶρυξ D.S.1.33, ἆθλον D.S.4.12, νομοθεσία D.S.12.26, αἱ τοῦ Διὸς κινήσεις καὶ σχέσεις Plu.2.1056d, (τροχὸν) ἀσυντέλεστον καταλελοιπέναι POxy.707.30 (II d.C.).
2 no realizado τὰ δεδογμένα τῷ κοινῷ SEG 3.674A.23 (Rodas II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσυντέλεστος, -ον)
αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο ασυμπλήρωτος.