ἀτοκία: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[esterilidad]] ἀτοκίᾳ προστίθεσθαι ... ἀπηγόρευσαν αὐταῖς Muson.15, γυναικὸς ἀτοκίας ἰᾶται <i>Gp</i>.12.38.1, cf. Gal.<i>Ins.Log</i>.6.3 (cj.).
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[esterilidad]] ἀτοκίᾳ προστίθεσθαι ... ἀπηγόρευσαν αὐταῖς Muson.15, γυναικὸς ἀτοκίας ἰᾶται <i>Gp</i>.12.38.1, cf. Gal.<i>Ins.Log</i>.6.3 (cj.).
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀτοκία]]) [[[άτοκος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[ανικανότητα]] για [[τεκνοποίηση]], [[στειρότητα]]<br /><b>2.</b> [[αγονία]], [[ακαρπία]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτοκία Medium diacritics: ἀτοκία Low diacritics: ατοκία Capitals: ΑΤΟΚΙΑ
Transliteration A: atokía Transliteration B: atokia Transliteration C: atokia Beta Code: a)toki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A unfruitfulness, barrenness, Muson,Fr.15 Ap.77H.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Unfruchtbarkeit, Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτοκία: ἡ, τὸ μὴ τίκτειν, στείρωσις, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 15.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
esterilidad ἀτοκίᾳ προστίθεσθαι ... ἀπηγόρευσαν αὐταῖς Muson.15, γυναικὸς ἀτοκίας ἰᾶται Gp.12.38.1, cf. Gal.Ins.Log.6.3 (cj.).

Greek Monolingual

η (AM ἀτοκία) [[[άτοκος]] (Ι)]
1. ανικανότητα για τεκνοποίηση, στειρότητα
2. αγονία, ακαρπία.