αὐτόκλητος: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(big3_7) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se invita a sí mismo]], [[intruso]] μάντις A.<i>Eu</i>.170, αὐ. ἐπὶ δεῖνον ἐλθεῖν Plu.2.709f.<br /><b class="num">2</b> [[que acude por propia iniciativa o voluntad]] ὅδ' ἁνὴρ ... [[αὐτόκλητος]] ἐκ δόμων πορεύεται S.<i>Tr</i>.392, αὐ. ἐπὶ τὸν τοιοῦτον οὐκ ἔρχομαι Pl.<i>Ep</i>.331b, συμβουλεῦσαι ... αὐ. Phld.<i>Ir</i>.20.38, δῆμος εἰς τοὺς πολέμους αὐ. Him.5.14, οὐ γὰρ αὐ. προσέδραμε τῇ μαρτυρίᾳ Ammon.<i>Io</i>.174, cf. Gr.Naz.<i>Ep</i>.221, Hierocl.57<br /><b class="num">•</b>de Medea αὐ. κεραΐς Lyc.1317. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se invita a sí mismo]], [[intruso]] μάντις A.<i>Eu</i>.170, αὐ. ἐπὶ δεῖνον ἐλθεῖν Plu.2.709f.<br /><b class="num">2</b> [[que acude por propia iniciativa o voluntad]] ὅδ' ἁνὴρ ... [[αὐτόκλητος]] ἐκ δόμων πορεύεται S.<i>Tr</i>.392, αὐ. ἐπὶ τὸν τοιοῦτον οὐκ ἔρχομαι Pl.<i>Ep</i>.331b, συμβουλεῦσαι ... αὐ. Phld.<i>Ir</i>.20.38, δῆμος εἰς τοὺς πολέμους αὐ. Him.5.14, οὐ γὰρ αὐ. προσέδραμε τῇ μαρτυρίᾳ Ammon.<i>Io</i>.174, cf. Gr.Naz.<i>Ep</i>.221, Hierocl.57<br /><b class="num">•</b>de Medea αὐ. κεραΐς Lyc.1317. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόκλητος]], -ον) [[καλώ]]<br />αυτός που καλείται από τον εαυτό του, [[απρόσκλητος]], [[ακάλεστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που προσέρχεται στις τάξεις του κλήρου όχι [[επειδή]] τον κάλεσε ο Θεός ([[θεόκλητος]]) [[αλλά]] για προσωπικά οφέλη<br /><b>2.</b> «[[αυτόκλητος]] [[μάρτυρας]]» ή «... [[συνήγορος]]» κ.λπ.<br />[[εκείνος]] που επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A self-called, i.e. uncalled, unbidden, A.Eu.170 (lyr.), S.Tr.392, Pl. Ep.331b; συμβουλεῦσαι αὐ. Phld.Ir.p.46 W.; αὐ. ἐπίκουροι natural allies (of parents and children), Hierocl.p.57 A.; δῆμος εἰς τοὺς πολέμους αὐ. Him.Ecl.5.14; personally invited, Plu.2.707f.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόκλητος: -ον, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ κλειθείς, ὅ ἐ. ἄκλητος, ἀπρόσκλητος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 170, Σοφ. Τρ. 392, αὐτόκλητος ἐπὶ τὸν τοιοῦτον οὐκ ἔρχομαι ξυμβουλεύσων Πλάτ. Ἐπιστ. 331Β. ‒ Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Μιχαίαν σ. 418.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’invite soi-même, qui vient sans être convié.
Étymologie: αὐτός, καλέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se invita a sí mismo, intruso μάντις A.Eu.170, αὐ. ἐπὶ δεῖνον ἐλθεῖν Plu.2.709f.
2 que acude por propia iniciativa o voluntad ὅδ' ἁνὴρ ... αὐτόκλητος ἐκ δόμων πορεύεται S.Tr.392, αὐ. ἐπὶ τὸν τοιοῦτον οὐκ ἔρχομαι Pl.Ep.331b, συμβουλεῦσαι ... αὐ. Phld.Ir.20.38, δῆμος εἰς τοὺς πολέμους αὐ. Him.5.14, οὐ γὰρ αὐ. προσέδραμε τῇ μαρτυρίᾳ Ammon.Io.174, cf. Gr.Naz.Ep.221, Hierocl.57
•de Medea αὐ. κεραΐς Lyc.1317.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτόκλητος, -ον) καλώ
αυτός που καλείται από τον εαυτό του, απρόσκλητος, ακάλεστος
νεοελλ.
1. εκείνος που προσέρχεται στις τάξεις του κλήρου όχι επειδή τον κάλεσε ο Θεός (θεόκλητος) αλλά για προσωπικά οφέλη
2. «αυτόκλητος μάρτυρας» ή «... συνήγορος» κ.λπ.
εκείνος που επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις.