αὐτοτέλεια: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[la perfección en sí]] τὸ τοῖς ἄλλοις αἴτιον γινόμενον τῆς αὐτοτελείας Ocell.11.<br /><b class="num">2</b> gram. [[oración completa o correcta]] A.D.<i>Synt</i>.12.4, [[αὐτοτέλεια]] τοῦ λόγου A.D.<i>Synt</i>.5.20, στιγμὴ γὰρ πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.<i>Adu</i>.182.16. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[la perfección en sí]] τὸ τοῖς ἄλλοις αἴτιον γινόμενον τῆς αὐτοτελείας Ocell.11.<br /><b class="num">2</b> gram. [[oración completa o correcta]] A.D.<i>Synt</i>.12.4, [[αὐτοτέλεια]] τοῦ λόγου A.D.<i>Synt</i>.5.20, στιγμὴ γὰρ πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.<i>Adu</i>.182.16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[αὐτοτέλεια]]) [[αυτοτελής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυθυπαρξία]], [[ανεξαρτησία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άκρα]] [[τελειότητα]], [[εντέλεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A perfection, completeness, Ocell.1.9. II complete sentence, proposition, A.D.Synt.12.4, al.; αὐ. τοῦ λόγου ib.5.20.
German (Pape)
[Seite 403] ἡ, Selbstständigkeit, Vollkommenheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτέλεια: ἡ, αὐτὴ ἡ τελειότης, ἄκρα τελειότης, ἐντέλεια, Ὄκελλ. Λευκ. σ. 510, Α. Β. 595· - Ἐπιθ. -τέλειος, ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ τέλειος, Πρόκλ. αὐτοτελειότης, ἡ, τὸ εἶναί τινα αὐτοτέλειον, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 26. 24.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 la perfección en sí τὸ τοῖς ἄλλοις αἴτιον γινόμενον τῆς αὐτοτελείας Ocell.11.
2 gram. oración completa o correcta A.D.Synt.12.4, αὐτοτέλεια τοῦ λόγου A.D.Synt.5.20, στιγμὴ γὰρ πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.Adu.182.16.
Greek Monolingual
η (Α αὐτοτέλεια) αυτοτελής
νεοελλ.
αυθυπαρξία, ανεξαρτησία
αρχ.
άκρα τελειότητα, εντέλεια.