αύθις: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 07:00, 29 September 2017
Greek Monolingual
αὖθις, (επικ. κ. ιων.) αὖτις επίρρ. (Α)
1. πίσω στο ίδιο σημείο απ' όπου ξεκίνησε κανείς («αὖτις βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε»)
2. χρον. πάλι, ξανά
3. αργότερα, στο προσεχές μέλλον («ταῡτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖθις» — αυτά θα τα επανεξετάσουμε σύντομα)
4. στο εξής, από δω και πέρα
5. αφετέρου, επιπλέον
6. φρ. οἱ αὖθις
οι μεταγενέστεροι, οι κατοπινοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αύθις καθώς και ο παράλληλος επικ. και ιων. τ. αύτις (πρβλ. οσκ. auti) ανάγονται στο επίρρ. αυ. Ο τ. αύθις προήλθε πιθ. από συμφυρμό των αύτις και αύθι και το δασύ -θ- του τ. ερμηνεύεται αναλογικά προς το αύθι και τα επιρρ. σε -θι].