ἀφίδρυσις: Difference between revisions
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[elemento transferido de un santuario]] para hacer una filial Ἴωνας αἰτεῖν πέμψαντας ... τὸ [[βρέτας]] τοῦ Ποσειδῶνος, εἰ δὲ μή, τοῦ γε ἱεροῦ τὴν ἀφίδρυσιν Heraclid.Pont.46a.<br /><b class="num">2</b> [[erección]], [[colocación]] de una estatua θεαροδόκον ... διὰ τὰν ἀφίδρυσιν τοῦ θεοῦ <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.60.10 (Epidauro II a.C.), καὶ ἡ ἐν Δήλῳ δὲ τοῦ ἀγάλματος [[αὐτοῦ]] [[ἀφίδρυσις]] ἔχει ἐν μὲν τῇ δεξιᾷ τόξον, ἐν δὲ ἀριστερᾷ Χάριτας Plu.2.1136a. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[elemento transferido de un santuario]] para hacer una filial Ἴωνας αἰτεῖν πέμψαντας ... τὸ [[βρέτας]] τοῦ Ποσειδῶνος, εἰ δὲ μή, τοῦ γε ἱεροῦ τὴν ἀφίδρυσιν Heraclid.Pont.46a.<br /><b class="num">2</b> [[erección]], [[colocación]] de una estatua θεαροδόκον ... διὰ τὰν ἀφίδρυσιν τοῦ θεοῦ <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.60.10 (Epidauro II a.C.), καὶ ἡ ἐν Δήλῳ δὲ τοῦ ἀγάλματος [[αὐτοῦ]] [[ἀφίδρυσις]] ἔχει ἐν μὲν τῇ δεξιᾷ τόξον, ἐν δὲ ἀριστερᾷ Χάριτας Plu.2.1136a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀφίδρυσις]], η (Α) [[αφιδρύομαι]]<br />το να στηθεί [[άγαλμα]] ή [[ανδριάντας]] σε κάποιο [[σημείο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A Setting up a statue, Id.8.7.2, Plu. 2.1136a.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, das Aufstellen, Weihen einer (nach einem Vorbild gearbeiteten) Statue, τοῦ ἱεροῦ Strab. VIII, 7, 384; Plut. de mus. 14 ἀγάλματος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίδρῡσις: -εως, ἡ, ἵδρυσις ἢ καθιέρωσις ἀγάλματος πεποιημένου κατ’ ἀπομίμησιν ἀρχετύπου, Στράβων 385, Πλούτ. 2. 1136Α.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 elemento transferido de un santuario para hacer una filial Ἴωνας αἰτεῖν πέμψαντας ... τὸ βρέτας τοῦ Ποσειδῶνος, εἰ δὲ μή, τοῦ γε ἱεροῦ τὴν ἀφίδρυσιν Heraclid.Pont.46a.
2 erección, colocación de una estatua θεαροδόκον ... διὰ τὰν ἀφίδρυσιν τοῦ θεοῦ IG 42.60.10 (Epidauro II a.C.), καὶ ἡ ἐν Δήλῳ δὲ τοῦ ἀγάλματος αὐτοῦ ἀφίδρυσις ἔχει ἐν μὲν τῇ δεξιᾷ τόξον, ἐν δὲ ἀριστερᾷ Χάριτας Plu.2.1136a.
Greek Monolingual
ἀφίδρυσις, η (Α) αφιδρύομαι
το να στηθεί άγαλμα ή ανδριάντας σε κάποιο σημείο.