αφροκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(7)
(No difference)

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

(-άω)
1. βγάζω συνεχώς αφρούς («αφροκοπά η θάλασσα»)
2. αφρίζω από οργή, βγάζω κραυγές μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφρός + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ)].