βαναυσικός: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[propio de artesano]], [[artesanal]] βαναυσικὴ τέχνη artesanía</i> X.<i>Smp</i>.3.4, <i>Oec</i>.4.2, Poll.7.6<br /><b class="num">•</b>τὸ μέρος βαναυσικόν el artesanado</i> Arist.<i>Pol</i>.1321<sup>a</sup>6. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[propio de artesano]], [[artesanal]] βαναυσικὴ τέχνη artesanía</i> X.<i>Smp</i>.3.4, <i>Oec</i>.4.2, Poll.7.6<br /><b class="num">•</b>τὸ μέρος βαναυσικόν el artesanado</i> Arist.<i>Pol</i>.1321<sup>a</sup>6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαναυσικός]], -ή, -όν (Α) [[βάναυσος]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τον χειρώνακτα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η βαναυσική</i><br />η [[χειρωναξία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βαναυσικόν</i><br />η [[χειρωναξία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for artisans: τέχνη β. handicraft, X. Smp.3.4, Oec.4.2; τὸ β. Arist.Pol.1321a6.
German (Pape)
[Seite 431] handwerksmäßig, τέχναι, handwerksmäßig betriebene Künste, Handwerke, Xen. Oec. 4, 2 Conv. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’artisan.
Étymologie: βάναυσος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
propio de artesano, artesanal βαναυσικὴ τέχνη artesanía X.Smp.3.4, Oec.4.2, Poll.7.6
•τὸ μέρος βαναυσικόν el artesanado Arist.Pol.1321a6.
Greek Monolingual
βαναυσικός, -ή, -όν (Α) βάναυσος
1. ο σχετικός με τον χειρώνακτα
2. το θηλ. ως ουσ. η βαναυσική
η χειρωναξία
3. το ουδ. ως ουσ. το βαναυσικόν
η χειρωναξία.