βαττολογία: Difference between revisions
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(big3_8) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[cháchara]], [[charla insustancial]] γέγονεν τὸ [[ἁμάρτημα]] ... παρὰ τὴν τοῦ λαβόντος βαττολογίαν <i>Vit.Aesop.G</i> 50, τὰ ῥήματά μου ... βαττολογίας ἀμέτοχα Ast.Soph.<i>Hom</i>.6.10, οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλὰ β. Gr.Nyss.M.44.1128A, cf. Hsch.β 340, <i>Et.Gen</i>.β 68B. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[cháchara]], [[charla insustancial]] γέγονεν τὸ [[ἁμάρτημα]] ... παρὰ τὴν τοῦ λαβόντος βαττολογίαν <i>Vit.Aesop.G</i> 50, τὰ ῥήματά μου ... βαττολογίας ἀμέτοχα Ast.Soph.<i>Hom</i>.6.10, οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλὰ β. Gr.Nyss.M.44.1128A, cf. Hsch.β 340, <i>Et.Gen</i>.β 68B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Μ [[βαττολογία]]) [[βαττολογώ]]<br />[[φλυαρία]], [[μωρολογία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ἀργολογία, ἀκαιρολογία, Hsch. (βατο- cod.).
German (Pape)
[Seite 439] ἡ, das Plappern, Sp.; auch βαττολόγημα, K. S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cháchara, charla insustancial γέγονεν τὸ ἁμάρτημα ... παρὰ τὴν τοῦ λαβόντος βαττολογίαν Vit.Aesop.G 50, τὰ ῥήματά μου ... βαττολογίας ἀμέτοχα Ast.Soph.Hom.6.10, οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλὰ β. Gr.Nyss.M.44.1128A, cf. Hsch.β 340, Et.Gen.β 68B.
Greek Monolingual
η (Μ βαττολογία) βαττολογώ
φλυαρία, μωρολογία.