βορβόρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(big3_9) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ medic. [[borborigmo]] Archig. en Aët.9.40. | |dgtxt=-εως, ἡ medic. [[borborigmo]] Archig. en Aët.9.40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βορβόρωσις]], η (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[βρόμισμα]] με βόρβορο<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[βορβορυγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[βορβόρωσις]] λόγω της σημασίας του συνδέεται με το [[βορβορύζω]], ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. <i>βορβορῶ</i> (-<i>όω</i>) («[[λερώνω]] με βόρβορο, [[βρομίζω]]»). Εξάλλου το μσν. [[βορβόρωσις]] <span style="color: red;"><</span> <b>(ρ.)</b> <i>βορβορώ</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = βορβορυγμός, Archig. ap. Aët.9.40.
Greek (Liddell-Scott)
βορβόρωσις: ῥύπανσις διὰ βορβόρου, λάσπωμα, Θ. Στουδίτ. σ. 928 (ἐκδ. Migne).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ medic. borborigmo Archig. en Aët.9.40.
Greek Monolingual
βορβόρωσις, η (AM)
μσν.
το βρόμισμα με βόρβορο
αρχ.
ο βορβορυγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ (-όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν. βορβόρωσις < (ρ.) βορβορώ).