βοηθόος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(Autenrieth) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[βοή]], [[θέω]]): [[running]] to the [[shout]], [[battle]]-[[swift]]; [[ἅρμα]], Il. 17.481, and of men. (Il.) | |auten=([[βοή]], [[θέω]]): [[running]] to the [[shout]], [[battle]]-[[swift]]; [[ἅρμα]], Il. 17.481, and of men. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βοηθόος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όποιος σπεύδει στην [[κραυγή]] για [[βοήθεια]] ή στην [[πρόσκληση]] στα όπλα, για [[μάχη]]<br /><b>2.</b> ο [[βοηθός]], αυτός που προσφέρει [[βοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βοηθόος]] προήλθε πιθ. από την [[έκφραση]] «(επί) βοήνθειν» (του ρ, <i>θέω</i> «[[τρέχω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. βοᾱ-, ον, (βοή, θέω, cf. βοη-δρόμος)
A hasting to the cry for help or the call to arms, Il.13.477; β. ἅρμα a chariot hasting to the battle, 17.481. II aiding, helping, Pi.N.7.33, B.Fr.34:—Subst., helper, prob. Id.12.103, Theoc.22.23, Call.Del.27:—in Prose βοηθός, όν, assisting, auxiliary, νῆες Th.1.45: c. dat., ὁ τοῖς νόμοις β. Lys.Fr.53.1; freq. as Subst., assistant, Hdt.5.77, 6.100, Antipho 1.2, Pl.R.566b, al.; τῆς ἐπιτροπῆς BGU1047iii 11 (ii A. D.); τοῦ στρατηγοῦ POxy.1469.10 (iii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 451] ins Schlachtgetümmel eilend, kriegerisch, Il. 13, 477; ἅρμα, Streitwagen, 17, 481; Beistand Pind. N. 7, 33; Theocr. 22. 13; Call. Del. 27.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθόος: Δωρ. βοᾱ-, ον, (βοή, θέω, πρβλ. βοη-δρόμος), σπεύδων πρὸς τὴν βοὴν τῆς μάχης, πολεμικός, Ἰλ. Ν. 477 · βοηθόον ἄρμα, ὅπερ σπεύδει πρὸς τὴν μάχην, Ρ. 481. ΙΙ. βοηθῶν, ἐπικουρίαν φέρων, Πινδ. Ν. 7. 48 · καὶ ὡς οὐσιαστ., Θεόκρ. 22. 23, Καλλ. εἰς Δῆλ. 27 · ― παρὰ πεζοῖς, βοηθός, όν, ὁ βοήθειαν παρέχων, βοηθητικός, συμμαχικός, νῆες Θουκ. 1. 45 · καὶ συχνάκις ὡς οὐσιαστ. Ἡρόδ. 5. 77., 6. 100, Ἀντιφῶν 111. 40, Πλάτ., κ. ἄλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accourt aux cris des combattants, belliqueux ; βοηθόον ἅρμα IL char de guerre.
Étymologie: βοή, θέω.
English (Autenrieth)
(βοή, θέω): running to the shout, battle-swift; ἅρμα, Il. 17.481, and of men. (Il.)
Greek Monolingual
βοηθόος, -ον (Α)
1. όποιος σπεύδει στην κραυγή για βοήθεια ή στην πρόσκληση στα όπλα, για μάχη
2. ο βοηθός, αυτός που προσφέρει βοήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοηθόος προήλθε πιθ. από την έκφραση «(επί) βοήνθειν» (του ρ, θέω «τρέχω»)].