βραχυόνειρος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de pocos sueños]] ὕπνος Pl.<i>Ti</i>.45e, φαντασίαι Plu.2.686b. | |dgtxt=-ον<br />[[de pocos sueños]] ὕπνος Pl.<i>Ti</i>.45e, φαντασίαι Plu.2.686b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βραχυόνειρος]], -ον (Α)<br />με [[σύντομα]] όνειρα, με όνειρα που διαρκούν ελάχιστα («[[βραχυόνειρος]] ύπνος», «βραχυόνειροι φαντασίαι»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with short or few dreams, ὕπνος Pl.Ti.45e; φαντασίαι Plu.2.686b.
German (Pape)
[Seite 462] mit kurzen, wenigen Träumen, ὕπνος Plat. Tim. 45 e.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχυόνειρος: -ον, καθ’ ὅν τις σύντομα ἢ ὀλίγα ὄνειρα βλέπει, ὕπνος Πλάτ. Τιμ. 45E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a peu de songes ou des songes courts;
2 qui est un songe de courte durée.
Étymologie: βραχύς, ὄνειρος.
Spanish (DGE)
-ον
de pocos sueños ὕπνος Pl.Ti.45e, φαντασίαι Plu.2.686b.
Greek Monolingual
βραχυόνειρος, -ον (Α)
με σύντομα όνειρα, με όνειρα που διαρκούν ελάχιστα («βραχυόνειρος ύπνος», «βραχυόνειροι φαντασίαι»).