βύσμα: Difference between revisions
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[tapón]], [[bitoque]]de recipientes para líquidos β. καὶ [[γευστήριον]] Ar.<i>Fr</i>.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.<i>Mul</i>.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.<i>Steril</i>.222<br /><b class="num">•</b>fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón</i> argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[tapón]], [[bitoque]]de recipientes para líquidos β. καὶ [[γευστήριον]] Ar.<i>Fr</i>.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.<i>Mul</i>.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.<i>Steril</i>.222<br /><b class="num">•</b>fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón</i> argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[βύσμα]]) [[βύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[γέμισμα]] του έξω ακουστικού πόρου με [[κυψελίδα]]<br /><b>2.</b> ηλεκτρολογικό [[εξάρτημα]] του οποίου το ένα [[άκρο]] εισάγεται σε κατάλληλη [[υποδοχή]] και εξασφαλίζει την ηλεκτρική [[σύνδεση]] των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην [[υποδοχή]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[απόφραξη]], το [[φράξιμο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (βύω)
A plug, bung, Hp.Mul.2.114 (pl.), Ar.Fr. 299; Στίλπωνος βύσματα Stilpo's stoppers, i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23.
German (Pape)
[Seite 468] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
βύσμα: τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
tapón, bitoquede recipientes para líquidos β. καὶ γευστήριον Ar.Fr.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.Mul.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.Steril.222
•fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A.
Greek Monolingual
το (AM βύσμα) βύω
νεοελλ.
1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα
2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην υποδοχή
(αρχ. -μσν.) η απόφραξη, το φράξιμο.