γαλακτοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(6_15) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γᾰλακτοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων [[γάλα]], ὁ γάλακτι τρέφων, [[Πολυδ]]. Γ΄, 50. | |lstext='''γᾰλακτοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων [[γάλα]], ὁ γάλακτι τρέφων, [[Πολυδ]]. Γ΄, 50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (Α γαλακτοῡχος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει [[γάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μητέρα]] ή τροφό) αυτή που έχει [[γάλα]] για να θηλάσει το [[νεογνό]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἔχω)
A having or sucking milk, Poll.3.50.
German (Pape)
[Seite 471] Milch habend, säugend, Poll. 3, 50.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων γάλα, ὁ γάλακτι τρέφων, Πολυδ. Γ΄, 50.
Greek Monolingual
-ο (Α γαλακτοῡχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που περιέχει γάλα
αρχ.
(για μητέρα ή τροφό) αυτή που έχει γάλα για να θηλάσει το νεογνό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουχος < έχω].