γαυνάκης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(big3_9) |
(8) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[καυνάκης]]. | |dgtxt=v. [[καυνάκης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γαυνάκης]], ο (Α)<br />ο [[καυνάκης]], [[ένδυμα]] από χοντρό ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια [[λέξη]], [[πιθανώς]] από το περσικό <i>gαunαkα</i> «[[τριχωτός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>gαοnα</i> «μαλλιά, [[χρώμα]] μαλλιών», ακκαδ. <i>gunαkku</i> «[[είδος]] πανωφοριού»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
γαυνάκης: -ου, ὁ, = καυνάκης, Κλήμ. Ἀλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. καυνάκης.
Spanish (DGE)
v. καυνάκης.
Greek Monolingual
γαυνάκης, ο (Α)
ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)].