βουκαῖος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(Bailly1_1) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bouvier;<br /><b>2</b> qui laboure avec des bœufs.<br />'''Étymologie:''' βοῦκος. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bouvier;<br /><b>2</b> qui laboure avec des bœufs.<br />'''Étymologie:''' βοῦκος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=βουκαῑος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που οργώνει το [[χωράφι]] με βόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Βούκος</i> (κύριο όνομα) <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η λ. [[βουκαίος]] θα [[πρέπει]] να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (βοῦκος)
A cowherd, Nic.Th.5. II one who ploughs with oxen, Theoc.10.1,57 (prob. a pr. n.), Nic.Fr.90.
German (Pape)
[Seite 456] ὁ, Ochsentreiber, -hirt, Theocr. 10, 1; Nic. Ih. 5, s. βοῦκος.
Greek (Liddell-Scott)
βουκαῖος: ὁ, (βοῦκος), Λατ. bubulcus, βουκόλος, «ἀγελαδάρης», Νίκ. Θ. 5. ΙΙ. ὁ ἀροτριῶν διὰ βοῶν, Θεόκρ. 10. 1, 57, Νίκ. Ἀποσπ. 35.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bouvier;
2 qui laboure avec des bœufs.
Étymologie: βοῦκος.
Greek Monolingual
βουκαῑος, ο (Α)
1. βουκόλος
2. αυτός που οργώνει το χωράφι με βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούκος (κύριο όνομα) < βουκόλος. Η λ. βουκαίος θα πρέπει να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο].