γελανής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(big3_9)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γελᾱνής) -ές<br />[[riente]], [[alegre]] καρδία Pi.<i>O</i>.5.2, θυμός Pi.<i>P</i>.4.181.
|dgtxt=(γελᾱνής) -ές<br />[[riente]], [[alegre]] καρδία Pi.<i>O</i>.5.2, θυμός Pi.<i>P</i>.4.181.
}}
{{grml
|mltxt=[[γελανής]], -ές (Α)<br />[[γελαστός]], [[χαρωπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γελασ</i>-<i>νής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γελασνός</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γελάσ</i>- [[γελάω]], μεταπλασμένο [[κατά]] το [[πρότυπο]] τών [[πρηνής]] [[απηνής]], [[προσηνής]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελᾱνής Medium diacritics: γελανής Low diacritics: γελανής Capitals: ΓΕΛΑΝΗΣ
Transliteration A: gelanḗs Transliteration B: gelanēs Transliteration C: gelanis Beta Code: gelanh/s

English (LSJ)

ές, (γελάω)

   A cheerful, καρδία, θυμός, Pi.O.5.2, P.4.181.

German (Pape)

[Seite 478] ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.

Greek (Liddell-Scott)

γελᾱνής: -ές, (γελάω) γελαστικός, εὔθυμος, καρδία, θυμὸς Πίνδ. Ο. 5. 5, II. 4. 322.

English (Slater)

γελᾱνής
   1 cheerful καρδίᾳ γελανεῖ (O. 5.2) θυμῷ γελανεῖ (P. 4.181)

Spanish (DGE)

(γελᾱνής) -ές
riente, alegre καρδία Pi.O.5.2, θυμός Pi.P.4.181.

Greek Monolingual

γελανής, -ές (Α)
γελαστός, χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελασ-νής < γελασνός < (θ.) γελάσ- γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής.