γονατώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br />bot. [[nudoso]] κάλαμος Thphr.<i>HP</i> 1.5.3, cf. Dsc.1.1, 4.29. | |dgtxt=-ες<br />bot. [[nudoso]] κάλαμος Thphr.<i>HP</i> 1.5.3, cf. Dsc.1.1, 4.29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (AM [[γονατώδης]], -ες)<br />(για βλαστούς) [[γεμάτος]] γόνατα, κόμπους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όργανα) αυτός ο [[οποίος]] κάμπτεται σαν το [[γόνατο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γονατώδη σώματα» — προεξοχές του [[πίσω]] τμήματος του οπτικού θαλάμου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A with joints, Thphr.HP 1.5.3, Dsc.1.1,4.29.
German (Pape)
[Seite 501] ες, mit Knieen, Knoten, wie Rohr u. Halmgewächse, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γονᾰτώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης κόμβων ἢ ἁρμῶν, οἷον χόρτος, κάλαμος, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 5, 3, Διοσκ. 4. 30.
Spanish (DGE)
-ες
bot. nudoso κάλαμος Thphr.HP 1.5.3, cf. Dsc.1.1, 4.29.
Greek Monolingual
-ες (AM γονατώδης, -ες)
(για βλαστούς) γεμάτος γόνατα, κόμπους
νεοελλ.
1. (για όργανα) αυτός ο οποίος κάμπτεται σαν το γόνατο
2. φρ. «γονατώδη σώματα» — προεξοχές του πίσω τμήματος του οπτικού θαλάμου.